νέτος

νέτος
-η, -ο
(λ. ιταλ.)
1. ό,τι υπολογίζεται ως καθαρό βάρος, σκέτος, καθαρός.
2. αυτός που είναι χωρίς χρήματα, απένταρος, άφραγκος: Έμεινε νέτος σκέτος.
3. αυτός που εγκαταλείπεται από τη συντροφιά του, που μένει μόνος: Τον αφήσανε νέτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νέτος — η, ο θηλ. και α (Μ νέτος) 1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια 2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια 3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος,… …   Dictionary of Greek

  • σκέτος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία, καθαρός, αμιγής (α. «τσάι σκέτο» τσάι χωρίς ζάχαρη β. «σκέτο σιτάρι») 2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, ανόθευτος, γνήσιος («σκέτο βούτυρο») 3. αυτός που διακρίνεται για την… …   Dictionary of Greek

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

  • Вазописец Несса — Амфора Несса, Национальный археологический музей Афин …   Википедия

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • νετάρω — 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω 2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα») 3. εξαντλούμαι, αποκάμνω 4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ 5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Anetodermie — Aneto|dermi̲e̲ [zu gr. ἀνετος = schlaff u. gr. δερμα = Haut] w; , ...i̱en: = Dermatitis atrophicans maculosa …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”